εὑρησιλογία

εὑρησιλογία
εὑρησῐ-λογία, ,
A skill in finding arguments, esp. perverse or sophisticalingenuity, Plb.18.46.3, D.S.1.37, Ph.1.628, 698, Plu.2.1033b, Arr.Epict.2.20.35: pl., Plb.12.26e.4, 29.1.2: -ίαν ἔχειν, of a phenomenon, admit of an ingenious explanation, Str.17.1.34.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • εὑρησιλογίᾳ — εὑρησιλογίᾱͅ , εὑρησιλογία skill in finding arguments fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρησιλογία — εὑρησιλογία και εὑρεσιλογία, ἡ (ΑΜ) [ευρησίλογος] η ικανότητα να βρίσκει κάποιος έξυπνη ερμηνεία ή έξυπνα επιχειρήματα για κάτι αρχ. 1. φρ. «εὑρησιλογίαν ἔχειν» (για φαινόμενο) το να επιδέχεται έξυπνη ερμηνεία 2. ικανότητα στον σχηματισμό… …   Dictionary of Greek

  • εὑρησιλογίας — εὑρησιλογίᾱς , εὑρησιλογία skill in finding arguments fem acc pl εὑρησιλογίᾱς , εὑρησιλογία skill in finding arguments fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρησιλογίαι — εὑρησιλογίᾱͅ , εὑρησιλογία skill in finding arguments fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρησιλογίαν — εὑρησιλογίᾱν , εὑρησιλογία skill in finding arguments fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὑρησιλογίαις — εὑρησιλογία skill in finding arguments fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ευρεσιλογία — εὐρεσιλογία, ἡ (Α) βλ. ευρησιλογία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”